- πιθανουργία
- πῐθᾰν-ουργία, ἡ,A faculty of persuasion, Them.Or.26.330a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιθανουργία — ἡ, Α [πιθανουργός] η αληθοφανής επιχειρηματολογία, το να καθιστά κανείς κάτι πιθανό, πιστευτό … Dictionary of Greek
πιθανουργίας — πιθανουργίᾱς , πιθανουργία faculty of persuasion fem acc pl πιθανουργίᾱς , πιθανουργία faculty of persuasion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανουργίαν — πιθανουργίᾱν , πιθανουργία faculty of persuasion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανουργικός — ή, όν, Α [πιθανουργία] 1. αυτός που ανήκει στην πιθανουργία* 2. φρ. «πιθανουργική τέχνη» η τέχνη να πείθει κανείς, να καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό (Πλάτ.) 3. αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει, ο πειστικός … Dictionary of Greek